Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τῆς συμφορᾶς

См. также в других словарях:

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

  • SYRACUSAE — I. SYRACUSAE locus in edito singularis Augusti, quem Τεχνόφυον Graece vocare solitus est. Casaub. ad Capitolin. in Pertinace, c. 11. II. SYRACUSAE ques SYRACUSSAE Theocrito, prius Ortygia, urbs Siciliae amplissima, in ora ad ortum, inter Catinam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αιγός Ποταμοί — Μικρό ποτάμι (τουρκ. Καράκοβα τσάι) στη χερσόνησο της Καλλίπολης και, κατά την αρχαιότητα, ομώνυμη μικρή πόλη στις εκβολές του, απέναντι από τη Λάμψακο. Εκεί, τον Αύγουστο του 405 π.Χ. ο σπαρτιάτικος στόλος (περίπου 200 τριήρεις) με αρχηγό τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννου, Μάνθος — (; – 1748).Λαϊκός στιχουργός. Σε νεαρή ηλικία κατέφυγε μαζί με πολλούς άλλους Ηπειρώτες στην Πελοπόννησο (από το 1685 την κατείχαν οι Ενετοί), επειδή δεν άντεχαν να ζουν υπό τον τουρκικό ζυγό. Εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο, όπου φαίνεται ότι είχε… …   Dictionary of Greek

  • The Miserable Mill —   …   Wikipedia

  • напасть — НАПАСТ|Ь (391), И с. 1. Беда, несчастье; напасть: Мѹжь ѹнъ въздрастъмь ѹпивъсѧ ѹтоми тѣло. въ воиньскыихъ чинѣхъ лѣпѹ˫а. напасть отъ того приѥмлѧ въ себѣ. не могыи ѹправитисѧ. ни своима ногама могыи походити. Изб 1076, 267; вы въ напастьхъ ѹтѣха …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • напастьныи — (13) пр. Бедственный, связанный с несчастьем: аще ни ѥдино˫а нѹжда тѧжьша˫а имать или вещь напастьна (δυσχερές) КЕ XII, 64а; аще схранить тѣрпѣниѥ въ скорби напастьнѣи. (ἐν ϑλίψει τοῦ πειρασμοῦ!) ПНЧ 1296, 140 об.; ѥдинъ ѡбразъ напастьныи си˫а… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • σάλιαγκας — και σάλιακας και σάλιαγκος, ο, Ν 1. το σαλιγκάρι 2. είδος φυτού 3. παροιμ. «σάλιαγκα σπίτι καίγεται κι εκείνος τραγουδάει» λέγεται για εκείνους που αδυνατούν να αντιληφθούν το μέγεθος τής συμφοράς που έχουν πάθει. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από… …   Dictionary of Greek

  • μέγεθος — το ους, η έκταση ή ο όγκος κάποιου πράγματος (ύψος, πλάτος, μήκος, πλήθος, σπουδαιότητα κτλ.): Το μέγεθος του οικοπέδου. – Το μέγεθος της συμφοράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • τραγικός — ή, ό / τραγικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία (α. «τραγική συγκίνηση» η συγκίνηση που νιώθει κανείς όταν παρακολουθεί μια τραγωδία β. «πρὸς τὰ πάθεα αὐτοῡ τραγικοῑσι χοροῖσι ἐγέραιρον», Ηρόδ.) 2. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»